Cart0
Your shopping cart is empty!
Sale

Κάποιες νύχτες το άκουγα το ηφαίστειο. Στην αρχή ήταν ένας μικρός ήχος ανεπαίσθητος, όπως όταν χτυπά κανείς ρυθμικά ένα τύμπανο, μετά λίγο πιο δυνατός, και πιο δυνατός, και τότε σηκωνόμουν απ’ το κρεβάτι μου, άνοιγα το παράθυρο και περίμενα ώσπου γέμιζαν τ’ αυτιά μου με τον βρυχηθμό του, που ερχόταν τρομαχτικός από τα έγκατα της γης. Αυτές τις νύχτες δεν ήταν πια θηρίο χορτασμένο, αλλά θηρίο ανήμερο, πεινασμένο, που μούγκριζε και από το μουγκρητό του ξυπνούσαν τα ζώα και τα πουλιά που είχαν εκεί γύρω τις φωλιές τους, κάτω από τα δέντρα και πάνω στα δέντρα και μερικές φορές πάνω από τα δέντρα, γιατί υπήρχαν πουλιά που κοιμόντουσαν στον αέρα. Μια ιστορία μετάβασης, ένα μυητικό ταξίδι στον μεγάλο κρατήρα και στα φλογισμένα του λιβάδια, ένα ταξίδι ενηλικίωσης. Μέσα στην ιστορία αναμιγνύονται με τρόπο αξεδιάλυτο η μνήμη και η λήθη, αυτοβιογραφικά και μυθοπλαστικά στοιχεία, η πραγματικότητα και το απίστευτο. Πρωτόφαντες και ανοίκειες καταστάσεις, όντα απόκοσμα και παράξενα που έρχονται από το κέντρο της γης και της ύπαρξης, άλλοτε για να παίξουν και για να γελάσουν, άλλοτε για να τρομάξουν και για να εκδιώξουν, αλλά και διάσπαρτες παρηγορητικές εστίες, φυσικές και μεταφυσικές, υφαίνουν τη διήγηση. Τα γεγονότα συμβαίνουν σ` έναν καιρό μακρινό και κοντινό συνάμα, στο «κάποτε» και στο «τώρα» της ύστερης παιδικής ηλικίας και ολοκληρώνονται μέσα σε μια μέρα. Την ημέρα που η ηρωίδα αποφασίζει να τα αψηφήσει όλα, να κατέβει τους γκρεμνούς και τις χαράδρες, να διαβεί το αδιάβατο, για να συναντήσει και να γνωρίσει από κοντά τον φοβερό κρατήρα Στέφανο.
Πίσω στο: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ