Η Λουκία, μια νέα γυναίκα που μεγαλώνει μόνη τα δυο κορίτσια της, γνωρίζει τυχαία τον Αρίστο, έναν πολυάσχολο μεταλλειολόγο μηχανικό. Νοικιάζει το οικογενειακό του αρχοντικό στο Γαλαξείδι, με σκοπό να ανοίξει εκεί ένα μαγαζί. Οι δυο τους θα συνεταιριστούν και η συνεργασία τους θα εξελιχθεί σε δυνατή αγάπη και πάθος. Ζούμε την καθημερινότητά τους, με τις χαρές, τις διαφωνίες και τα γέλια. Μελανό σημείο είναι ο έρωτας της Μυρτώς, της κόρης του Αρίστου, η οποία μπλέκει με λάθος άνθρωπο, που θέλει να τη χρησιμοποιήσει στα σκοτεινά του σχέδια, μια και δε διστάζει να σκοτώσει προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του. Παράλληλα, το Γαλαξείδι, η θαλασσινή πολιτεία με το πλούσιο ναυτικό παρελθόν, ζωντανεύει μπρος στα μάτια μας. Ακολουθούμε τα περήφανα ιστιοφόρα στα μακρινά τους ταξίδια από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Μασσαλία, τότε που θαλασσινό νερό κυλούσε στις φλέβες των ναυτικών. Παρακολουθούμε την πολυτάραχη ζωή τους, από τη μεγάλη ακμή των ιστιοφόρων μέχρι την παρακμή τους, όταν άρχισε η χρήση ατμού στα πλοία. Η κυρα-Λένη, πρόγονος του Αρίστου, με την πολυκύμαντη ζωή της πρωταγωνιστεί, μαζί με τα ιστιοφόρα, στην ιστορία μας. Όλα όσα βιώνει μας συνεπαίρνουν και οι περιπέτειές της μας κόβουν την ανάσα. Συγκλονιζόμαστε με το χθες, ερωτευόμαστε στο σήμερα, ενώ πλημμυρίζουμε αισιοδοξία για το αύριο. Για το ρίξιμο του καραβιού στη θάλασσα μαζεύτηκε όλο το Γαλαξείδι. Ο καπετάνιος έπιασε το χεράκι του παιδιού και μαζί έσπρωξαν το τρικάταρτο στο νερό. Πέρα, τα πλοία ήταν με τα πανιά φουσκωμένα, έτοιμα να φύγουν. Μπερδεύτηκαν και οι δύο με επιθυμίες και πόθους που τους παρέσερναν. ―Τι κάνουμε; ψιθύρισε εκείνη. Το κρύο ήταν έξω, μαζί με τον αέρα που σφύριζε. Μέσα όμως βασίλευαν η θαλπωρή, η ζεστασιά και η μέθη. Τούτη τη φορά ο έρωτάς τους ήταν πιο γλυκός και πιο μελένιος... Ξαφνικά μες στο ορυχείο ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ήταν σαν να γκρεμίζονταν τα τοιχώματα μιας στοάς και ο αέρας γύρω τους γέμισε μαύρη σκόνη. Εν τω μεταξύ το νερό ανέβαινε, όλο και ανέβαινε...