Αφήνοντας πίσω το Μπουένος Άιρες τον Ιανουάριο του 1952, ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, εικοσιτριάχρονος τότε φοιτητής ιατρικής, και ο φίλος του Αλμπέρτο Γκρανάδο, εικοσιεννιάχρονος βιοχημικός, ξεκίνησαν με μια μονοκύλινδρη Νόρτον 500cc, την Ποδερόσα, να εξερευνήσουν τη Νότια Αμερική που γνώριζαν μόνο από τα βιβλία. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ο Γκεβάρα μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε επαναστάτη, αντικρίζοντας την αδικία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Στο τέλος του συμβολικού εννιάμηνου ταξιδιού με τη μοτοσικλέτα, με ατμόπλοια, σχεδίες, άλογα, λεωφορεία, οτοστόπ, είχαν καλύψει περισσότερα από 8.000 χιλιόμετρα σε μέρη όπως οι Άνδεις, η έρημος Ατακάμα και οι εκβολές του Αμαζονίου. Το ημερολόγιο όπου καταγράφονταν οι εμπειρίες τους τελειώνει με μια δήλωση του Γκεβάρα που, αν και γεννήθηκε σε οικογένεια ανώτερης τάξης, εκφράζει την προθυμία του να αγωνιστεί και να πεθάνει για τη δικαίωση των φτωχών αλλά και το όνειρό του να δει μια ενωμένη Λατινική Αμερική.
«Καθώς προχωρούσε η ανάγνωση, γνώριζα καλύτερα το νεαρό Ερνέστο: τον Ερνέστο που έφυγε από την Αργεντινή με πόθο για περιπέτεια και όνειρα για την πραγματοποίηση σπουδαίων πράξεων και το νεαρό άντρα που, καθώς ανακάλυπτε την πραγματικότητα της ηπείρου μας, ωρίμαζε ως ανθρώπινο ον και εξελισσόταν ως κοινωνικό ον. Σιγά σιγά βλέπουμε πώς άλλαζαν τα όνειρα και οι φιλοδοξίες του. Αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη επίγνωση του πόνου πολλών συνανθρώπων του και τον άφηνε να γίνει μέρος του εαυτού του. Ο νεαρός που στην αρχή μάς κάνει να χαμογελάσουμε με τους παραλογισμούς και την τρέλα του γίνεται μπροστά στα μάτια μας όλο και περισσότερο ευαίσθητος, καθώς μας μιλάει για τον περίπλοκο κόσμο της Λατινικής Αμερικής, για τη φτώχεια των κατοίκων της και την εκμετάλλευση που υφίστανται. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δε χάνειτην αίσθηση του χιούμορ, η οποία, αντίθετα, γίνεται πιο λεπτή και διακριτική.
Ο πεζός λόγος του είναι ζωντανός. Τα λόγια του μας επιτρέπουν να ακούσουμε ήχους που δεν έχουμε ακούσει ποτέ ξανά, μεταδίδοντάς μας τις εικόνες που έκαναν εντύπωση στο ρομαντικό εκείνο άνθρωπο με την ομορφιά και την ωμότητά τους. Ωστόσο, διατηρεί πάντα την ευαισθησία του, ακόμα και καθώς ο πόθος του για επανάσταση γίνεται πιο έντονος. Συνειδητοποιεί ότι αυτό που έχουν ανάγκη οι φτωχοί δεν είναι τόσο οι επιστημονικές γνώσεις του ως γιατρού, αλλά μάλλον η δύναμή του και η επιμονή του στην προσπάθεια να προκαλέσει την κοινωνική αλλαγή που θα τους έδινε τη δυνατότητα να ζήσουν με την αξιοπρέπεια που τους είχαν στερήσει και ποδοπατήσει για αιώνες. Ο νεαρός αυτός εραστής της περιπέτειας, με τη δίψα του για γνώση και την αγάπη του, μας δείχνει πώς η πραγματικότητα, αν ερμηνευτεί σωστά, μπορεί να εμποτίσει ένα ανθρώπινο ον σε τέτοιο βαθμό που να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του».
Aπό τον Πρόλογο της Aλέιδα Γκεβάρα