Από την εποχή της διατύπωσης του Σιμωνίδη του Κείου όπως τη διέσωσε ο Πλούταρχος, ότι η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση και η ποίηση ομιλούσα εικόνα («Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν»), ποικίλες πρακτικές θεωρητικού και κριτικού λόγου (φιλοσοφικού, αισθητικού, λογοτεχνικού και εικαστικού περιεχομένου), όπως και οι ίδιες οι καλλιτεχνικές πρακτικές της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής, σημασιοδοτούν αναφερόμενα (τον κόσμο της ανθρώπινης εμπειρίας του Χρόνου) και διεργασίες καλλιτεχνικής μορφοποίησης, βάσει των οποίων τα ιδιώματα της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής μπορούν να συγκλίνουν και να συνάπτονται.
Η παρούσα προσέγγιση είναι στραμμένη στον ορίζοντα της ερμηνευτικής διερεύνησης της παραπάνω –διακαλλιτεχνικής- μορφοποίησης, μέσα από το πρίσμα της εννοιολογικής, αισθητικής και καλλιτεχνικής κατηγορίας της (ανα)παράστασης. Επισημαίνονται έτσι εδώ και αναλύονται συστηματικά τέσσερα παραδείγματα με εξακολουθητική μέχρι σήμερα παρουσία και ισχύ μέσα στην ιστορία της Δυτικής πολιτισμικής σκηνής, καθένα από τα οποία ορίζει συγκεκριμένο πεδίο για τη σύγκλιση και σύναψη λογοτεχνίας και ζωγραφικής: το παράδειγμα της ομοιότητας, το παράδειγμα της μίμησης, το παράδειγμa του απόλυτου και το παράδειγμα της παροντικότητας.