«Πράγμα δικό σου πιότερο από τη μοίρα δεν υπάρχει.
Στερεωμένη καλά στις πόρτες που θα διαβείς, στις ώρες που θα μετρήσεις σε παρακολουθεί σαν θεατής που έκλεψε τη συνέχεια απ’ τα χείλη του σκηνοθέτη.
Υπομονετική, γυμνή, ανάλαφρη και πάλι βαριά σε κοιτάζει απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα.
Θα μπεις ή θα βγεις;
Ποιος ξέρει;
Ποιος νοιάζεται;
Ποιος, άλλος από σένα, φωνάζει μέσ’ από την πόρτα καθώς διαλέγεις κάθε μέρα, κάθε ώρα –σαν να είσαι εσύ ένας μικρός Θεός– το σάβανο της ζωής σου.
Μικρή ζωή, μικρός θάνατος.
Μεγάλες μόνο οι ώρες που παραμονεύουν στο προσκέφαλό μας.
Το ξέρω πως ξεχνάς.
Μα κάθε πρωί να θυμάσαι πως είμαστε φτιαγμένοι από τη σκόνη των άστρων και λάμπουμε μες στο σκοτάδι της λήθης ζητώντας να επιστρέψουμε στην ευτυχία που μας γέννησε.
Το ξέρω, είναι δύσκολο».